ξεσκονίζω — ξεσκονίζω, ξεσκόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσκονίζω — ξεσκόνισα, ξεσκονίστηκα, ξεσκονισμένος 1. αφαιρώ τη σκόνη, καθαρίζω: Ξεσκονίζω τα έπιπλα. 2. μτφ., δέρνω, ξυλοκοπώ: Πρόσεχε γιατί θα σε ξεσκονίσω. 3. μτφ., κολακεύω τους ανωτέρους μου: Αυτός ξεσκόνισε πολλούς γιακάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίδι — (I) υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ίδιον, πρβλ. βο ΐδιον >βό (ϊ)δι, παιχν ίδιον > παιχν ίδι, βαρ ίδιον > βαρ ίδι, δακτυλ ίδιον > δακτυλ ίδι κ.ά. Η κατάλ. ίδιον αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή… … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεσκονιστήρι — το 1. δεσμίδα από φτερά για ξεσκόνισμα 2. μτφ. κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεσκονίζω + επίθημα τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] … Dictionary of Greek
ξεσκονιστής — ο, θηλ. ίστρα [ξεσκονίζω] 1. αυτός που ξεσκονίζει 2. το θηλ. σκούπα με μακρύ κοντάρι για το ξεσκόνισμα τών τοίχων και τού ταβανιού 3. μτφ. (ιδίως το θηλ.) κόλακας («αυτός είναι μεγάλη ξεσκονίστρα») … Dictionary of Greek
ξεσκονόπανο — το ύφασμα για το ξεσκόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεσκονίζω + πανί] … Dictionary of Greek
ξεσκόνισμα — το [ξεσκονίζω] 1. η αφαίρεση τής σκόνης 2. α) μτφ. (επιτιμητικά) δουλική συμπεριφορά, κολακεία β) ξυλοκόπημα γ) εξέταση ζητήματος σε όλη του την έκταση … Dictionary of Greek
σκουπίζω — Ν [σκούπα] 1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή») 2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β.… … Dictionary of Greek
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek